ἀνακείρω

ἀνακείρω
ἀνά-κείρω
kṛṇā´ti
aor subj act 1st sg
ἀνά-κείρω
kṛṇā´ti
pres subj act 1st sg
ἀνά-κείρω
kṛṇā´ti
pres ind act 1st sg
ἀνά-κείρω
kṛṇā´ti
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακείρω — ἀνακείρω (Α) σχίζω, κόβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κείρω «κόβω, σχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”